- βαρύφωνος
- -η, -οαυτός που έχει βαριά, μπάσα φωνή: Ο αριστερός ψάλτης είναι βαρύφωνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαρύφωνος — βαρύφωνος, ον (AM) αυτός που έχει σκληρή, βραχνή φωνή αρχ. εκείνος έχει βαριά, βαθιά φωνή … Dictionary of Greek
βαρύφωνος — with a deep masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφωνοτέρων — βαρύφωνος with a deep fem gen comp pl βαρύφωνος with a deep masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύφωνον — βαρύφωνος with a deep masc/fem acc sg βαρύφωνος with a deep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφωνοτέρου — βαρύφωνος with a deep masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφωνότερα — βαρύφωνος with a deep neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφωνότεραι — βαρύφωνος with a deep fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφωνότεροι — βαρύφωνος with a deep masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφώνους — βαρύφωνος with a deep masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφώνων — βαρύφωνος with a deep masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)